απαραλλήλιστος

απαραλλήλιστος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να παραλληλιστεί με άλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απαραλλήλιστος — η, ο επίρρ. α ασύγκριτος: Στις επιδόσεις του στο δρόμο ο αθλητής εκείνος μένει πάντα απαραλλήλιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”